- αφαλοκόβω
- 1. κόβω τον ομφάλιο λώρο νεογέννητου2. χτυπώ κάποιον στην κοιλιά ή καταφέρω συντριπτικό πλήγμα σε κάποιον (πρβλ. «θα σε αφαλοκόψω» —απειλητικά)3. προξενώ πόνο στην κοιλιά και τη μέση από το υπερβολικό φορτίο4. προκαλώ σε κάποιον φόβο και ανησυχία.
Dictionary of Greek. 2013.